- φωσφόρεια
- τά, Α [φωσφόρος](ενν. ἱερά] γιορτή την οποία τελούσαν με λαμπάδες ή γιορτή προς τιμήν τών φωσφόρων θεών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωσφόρεια — a festival at which there were torchprocessions neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)